- ηλεκτρολυτικό κύτταρο
- Ειδικό δοχείο που περιέχει ένα διάλυμα το οποίο υποβάλλεται σε ηλεκτρόλυση. Στα εργαστηριακά πειράματα το η.κ. είναι ένα απλό γυάλινο ποτήρι, ενώ στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις είναι μεγάλες δεξαμενές από γυαλί, μέταλλο ή από άλλα υλικά. Για μερικές βιομηχανικές ή εργαστηριακές μεθόδους, το η.κ. διασκευάζεται κατάλληλα, παρεμβάλλεται, για παράδειγμα, ένα διάφραγμα για να διαχωρίζεται η ανοδική από την καθοδική ζώνη (κύτταρο με διάφραγμα) ή ένας αναδευτήρας για να γίνεται πιο ομοιογενές το διάλυμα ή ειδικοί αγωγοί, με σκοπό να ξεχωρίσουν οι ουσίες που σχηματίζονται, αν είναι αέρια, ή εφαρμόζονται άλλα τεχνάσματα ανάλογα με την περίπτωση.
Dictionary of Greek. 2013.